Η Διαμεσολάβηση, ως διαδικασία και ως εξωδικαστική μέθοδος επίλυσης διαφορών, εφαρμόζεται με επιτυχία στο εξωτερικό σε διαφορές αστικής κι εμπορικής φύσεως. Στην χώρα μας ο θεσμός εισήχθη το Δεκέμβριο του 2010.
Η Διαμεσολάβηση είναι μία εθελοντική, μη δεσμευτική μέχρι την υπογραφή της συμφωνίας, κι άκρως εμπιστευτική διαρθρωμένη διαδικασία κατά την οποία δύο ή περισσότερα μέρη μίας διαφοράς και οι εκπρόσωποί τους με την παρουσία ενός τρίτου, ουδέτερου κι αμερόληπτου έμπειρου προσώπου, του Διαμεσολαβητή, συζητούν τα θέματα που έχουν ανακύψει στη μεταξύ τους διαφορά κι επιχειρούν να καταλήξουν σε μία κοινά αποδεκτή συμφωνία.
Τυχόν προτάσεις, προσφορές και παραχωρήσεις που θα γίνουν από τα μέρη δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν έξω από το πλαίσιο αυτής της διαδικασίας.
Η διαδικασία αυτή μπορεί να κινηθεί με πρωτοβουλία των μερών, να προταθεί ή να διαταχθεί από δικαστήριο ή να προβλέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους.
Σύμφωνα με τον Νόμο, “Διαμεσολαβητής είναι ένα τρίτο σε σχέση με τους διαδίκους πρόσωπο, από το οποίο ζητείται να αναλάβει διαμεσολάβηση με κατάλληλο, αποτελεσματικό και αμερόληπτο τρόπο, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο ορίστηκε ή ανέλαβε να τελέσει την εν λόγω διαμεσολάβηση”. Ο Διαμεσολαβητής βοηθά τα μέρη να καταλήξουν σε συμφωνία χωρίς ουσιαστικά να εκφράζει επισήμως γνώμη υπέρ μίας ή άλλης πιθανής λύσης στη διαφορά.
Κατά τη διαμεσολάβηση, τα μέρη καλούνται να ξεκινήσουν ή να ξαναρχίσουν το διάλογο και να αποφύγουν την αντιπαράθεση. Επιλέγουν τα ίδια την τεχνική για την επίλυση της διαφοράς και διαδραματίζουν ιδιαιτέρως ενεργό ρόλο στην αναζήτηση της πλέον αποδοτικής λύσης. Η επίλυση της διαφοράς εξαρτάται από τη συμφωνία των μερών: εάν τα μέρη δεν κατορθώσουν να καταλήξουν σε συμφωνία, ο διαμεσολαβητής δεν επιβάλλει λύση.
Η Διαμεσολάβηση θεωρείται ταχύτερη και τις περισσότερες φορές, φθηνότερη από τις συνήθεις δικαστικές διαδικασίες. Χάρις σε αυτήν αποφεύγεται η αντιπαράθεση μεταξύ των μερών, η οποία είναι συνηθέστατη στις δικαστικές διαδικασίες κι επιτρέπει στα μέρη να διατηρούν τις επαγγελματικές ή προσωπικές τους σχέσεις παρά τη διαφορά. Η Διαμεσολάβηση παρέχει επίσης τη δυνατότητα στα μέρη να βρίσκουν πρωτότυπες λύσεις στη διαφορά τους, δυνατότητα που δεν παρέχουν οι δικαστικές αποφάσεις.
Έρχεται δηλαδή να καλύψει την ανάγκη της άμεσης, γρήγορης και συνολικής επίλυσης των διαφορών μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων, επιχειρηματιών, εμπόρων, αλλά κι εταιριών, ανάγκη η οποία καλύπτεται με μεγάλη δυσχέρεια από το ισχύον Δικαστηριακό μας σύστημα.
Τα πλεονεκτήματά της:
- Συνήθως εκούσια προσφυγή στην διαμεσολάβηση
- Πλήρης έλεγχος του αποτελέσματος από τα μέρη (αποφασίζουν τα ίδια τα μέρη για τους ίδιους)
- Ο Διαμεσολαβητής είναι ένα τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι ουδέτερο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο και το οποίο έρχεται σε επικοινωνία με τα μέρη από κοινού ή σε κατ΄ιδίαν συναντήσεις.
- Διάρκεια μικρή (πιθανό ακόμα και μία μέρα)
- Κόστος μικρό και το οποίο διανέμεται μεταξύ των μερών.
- Απόλυτη εχεμύθεια της διαδικασίας
- Έλλειψη άγχους όσον αφορά την έκβαση της Διαμεσολάβησης, καθώς τα μέρη δεν δεσμεύονται σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας.
- Κανένα κοινωνικό κόστος
- Άμεσο αποτέλεσμα
- Έλεγχος των συμφερόντων των μερών και συχνά 100% ικανοποίηση τους
- Δυνατότητα επίλυσης πολλών διαφορών σε μια Διαμεσολάβηση, για τις οποίες θα απαιτούνταν παραπομπή σε διαφορετικά Δικαστήρια και συνεπώς θα χρειαζόταν μεγαλύτερος όγκος διαδικασιών και αύξηση κόστους τόσο σε οικονομικό επίπεδο όσο και σε χρόνο.
- Διακοπή των δικαστικών προθεσμιών, όσο διαρκεί η διαμεσολάβηση.
- Τα μέρη δεν χάνουν το δικαίωμα τους να προσφύγουν στον φυσικό Δικαστή τους σε περίπτωση αποτυχίας της Διαμεσολάβησης.
- Τα μέρη λαμβάνουν ενεργό ρόλο στην διαδικασία και είναι παρόντα.
- Νίκη και των δύο μερών
- Φιλική διάθεση των μερών, δυνατότητα συνέχισης των σχέσεων
- Δυνατότητα κήρυξης της διαδικασίας ως εκτελεστής (ισχύς Δικαστικής Απόφασης), αν το επιθυμούν τα μέρη.